Πηγή: philenews.com
Παράλληλα, εξουδετερώνει τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (προβλέπεται η εκπροσώπηση τους από τρία πρόσωπα) εισηγούμενος να ανατεθεί έλεγχος της νομοθεσίας σε κάποιο Επίτροπο ή άλλο υφιστάμενο οργανισμό.
Με χθεσινή επιστολή του προς τον πρόεδρο της Βουλής, Αδάμο Αδάμου, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναφέρει τα εξής: «Θεωρώ, ότι για να καταστεί ο νόμος σαφέστερος, πιο λειτουργικός και απαλλαγμένος από αχρείαστες επιπρόσθετες ρυθμίσεις που θα αυξήσουν το οικονομικό και διοικητικό κόστος, θα πρέπει να επέλθουν οι προτεινόμενες τροποποιήσεις».
Σημειώνεται, ότι η Βουλή ψήφισε τη νομοθεσία («Περί Καταπολέμησης του Σεξισμού και του Διαδικτυακά Διαδεδομένου Σεξισμού και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2020») στις 26 Νοεμβρίου, ύστερα από προτάσεις νόμου των γυναικών βουλευτών Σκεύης Κουκουμά, Αννίτας Δημητρίου και Χριστιάνας Ερωτοκρίτου.
Ως λόγους αναπομπής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, καταγράφει και τους ακόλουθους:
⦁ Στο προοίμιο της νομοθεσίας γίνεται αναφορά σε καταπολέμηση του σεξισμού ο οποίος συνδέεται με τις διακρίσεις εναντίον των γυναικών και των προκαταλήψεων περί κατωτερότητας του γυναικείου φύλου. Ο Νόμος ορίζει και ποινικοποιεί ως «σεξισμό», οποιαδήποτε συμπεριφορά η οποία στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ή ομάδας προσώπου λόγω της αντίληψης ότι είναι κατώτερο ή κατώτερη λόγω φύλου. Αντιλαμβάνομαι ότι η Βουλή επιθυμεί να συμπεριλάβει στην έννοια του σεξισμού οποιαδήποτε αντίληψη περί κατωτερότητας οποιουδήποτε από τα δύο φύλα και όχι μόνο του γυναικείου. Για να μην προκύπτει αντίφαση, μεταξύ του προοιμίου και του αιτιολογικού υποβάθρου του Νόμου και των ουσιαστικών ρυθμίσεων αυτού, θα πρέπει να επεξηγηθεί επαρκώς η επέκταση της προστασίας που παρέχεται από τη νομοθεσία και στα δύο φύλα.
⦁ Εντελώς ανεξήγητα στον ορισμό του όρου «σεξισμός» προστέθηκε και οποιοδήποτε «άλλο χαρακτηριστικό» ως λόγος αντίληψης περί κατωτερότητας ενός προσώπου ή ομάδας προσώπου, γεγονός που επεκτείνει περαιτέρω τον ορισμό, με τρόπο που καλύπτονται διακρίσεις κ.τ.λ. λόγω οποιουδήποτε χαρακτηριστικού ενός ατόμου όπως η εθνική καταγωγή, η θρησκεία, ακόμη και η σωματική αναπηρία ή χαρακτηριστικό εμφάνισης κάποιου κ.τ.λ. Η προσθήκη αυτή, εκτός του ότι είναι εντελώς εκτός φιλοσοφίας και του δικαιολογητικού υπόβαθρου της νομοθεσίας, δημιουργεί και ζητήματα αλληλοκάλυψης νομοθεσιών. Ως εκ τούτου εισηγούμαι όπως η Βουλή αποδεχθεί την αναπομπή απαλείφοντας, από τον ορισμό του όρου «σεξισμός» (άρθρο 2 του Νόμου) τη
⦁ Δεν είναι σαφές από τη νομοθεσία ποιο υπουργείο θα είναι επιφορτισμένο με την παρακολούθηση εφαρμογής του Νόμου, ποια υπουργεία/ κυβερνητικές υπηρεσίες και Μη-κυβερνητικές Οργανώσεις θα συμμετέχουν/ εκπροσωπούνται στο «Συμβούλιο Κατά του Σεξισμού», εάν τα μέλη θα λαμβάνουν αντιμισθία, ποιος θα αποφασίζει/ προτείνει στη σύνθεση του Συμβουλίου, ποιος θα παρέχει γραμματειακή και υλικοτεχνική υποστήριξη. Εκτιμάται δε, ότι η λειτουργία της νέας αυτής δομής θα επιφέρει οικονομικό και διοικητικό κόστος. Ως εκ τούτου, εισηγούμαι όπως η Βουλή αποδεχθεί την αναπομπή, είτε απαλείφοντας από τον αναπεμπόμενο νόμο τις σχετικές με την ίδρυση του Συμβουλίου και του Σεξισμού πρόνοιες, οι οποίες αναμένεται να αυξήσουν αδικαιολόγητα το διοικητικό και οικονομικό κόστος του δημοσίου, είτε τροποποιώντας τις κατά τρόπο που να επιτρέπουν την ανάθεση του συμβουλευτικού αυτού ρόλου, από το Υπουργικό Συμβούλιο σε υφιστάμενο σώμα, Συμβούλιο ή Επίτροπο με σχετικές με το θέμα αρμοδιότητες.
⦁ Αρκετοί ορισμοί που χρησιμοποιούνται στον αναπεμπόμενο Νόμο είναι ευρείς και συγκεκριμένα άρθρα χρήζουν περαιτέρω νομοτεχνικής επεξεργασίας, προκειμένου να επιτυγχάνεται η ασφάλεια και η σαφήνεια δικαίου που απαιτείται σε διατάξεις νόμου που αφορούν ποινικές ρυθμίσεις. Συνεπώς οι εν λόγω νομοτεχνικές αδυναμίες ή και ελλείψεις, στο πλαίσιο της παρούσας αναπομπής, θα καταστεί δυνατόν να θεραπευθούν.
«Καταληκτικά, σας αναφέρω», λέει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «ότι παρά τις πιο πάνω τροποποιήσεις που σας καλώ να επιφέρετε στον αναπεμπόμενο νόμο, επικροτώ την ποινικοποίηση των εν λόγω συμπεριφορών που συνιστούν Σεξισμό και συμφωνώ με τη γενικότερη φιλοσοφία του αναπεμπόμενου νόμου».
Η Βουλή, με βάση την παράγραφο 3 του άρθρου 51 του Συντάγματος, θα πρέπει να αποφασίσει εντός 15 ημερών αν θα δεχθεί ή θα απορρίψει την αναπομπή του Προέδρου. Οποιαδήποτε απόφαση και αν λάβει η Βουλή, αυτή θα συνεπάγεται χρόνο είτε για να «κοπεί και να ραφτεί» η νομοθεσία στα μέτρα της κυβέρνησης είτε για να λυθεί το ζήτημα της νομιμότητας της νομοθεσίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου θα προσφύγει ο Πρόεδρος.