Και τη τρίτη δόση των εμβολίων κατά του κορωνοϊού, ενδεχομένως να χρειαστούν, κυρίως τα ηλικιωμένα άτομα το φθινόπωρο, τη στιγμή που η διάρκεια δράσης των διαθέσιμων εμβολίων αποτελεί το μεγαλύτερο αναπάντητο ερώτημα για τους επιστήμονες διεθνώς.
«Το μεγαλύτερο αναπάντητο ερώτημα, μέχρι αυτή τη στιγμή, είναι η διάρκεια δράσης των εμβολίων», ανέφερε μιλώντας στον «Φ» ο αναπληρωτής καθηγητής Φαρμακευτικής, Χρίστος Πέτρου, προσθέτοντας ωστόσο, ότι «πλησιάζει ο καιρός που θα έχουμε κάποιες απαντήσεις». Το Ηνωμένο Βασίλειο όμως, είπε ο κ. Πέτρου, «ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε μια τρίτη, ενισχυτική δόση στα άτομα άνω τον 70 ετών μετά τον Σεπτέμβριο», προσδοκώντας ότι μέχρι τότε θα είναι δυνατή, η χορήγηση εμβολίων «που θα είναι ικανά να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερο εύρος μεταλλάξεων τις οποίες κάποια από τα διαθέσιμα αυτή τη στιγμή εμβόλια δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν».
Σοβαρές ενδείξεις, οι οποίες μάλιστα «δεν φαίνεται να χωρούν πλέον αμφισβήτησης υπάρχουν και προκύπτουν από τον εμβολιασμό πέραν των 450 εκατομμυρίων ανθρώπων διεθνώς σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα όλων των διαθέσιμων εμβολίων». Τώρα, είπε ο κ. Πέτρου, «έχουμε τη δυνατότητα να δούμε και να εκτιμήσουμε την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια σε πραγματικές συνθήκες χρήσης» και την ίδια ώρα, «σημαντικός αριθμός μελετών, καταδεικνύει ότι η πρώτη δόση τόσο του εμβολίου “Vaxzevria” της ΑstraΖeneca όσο και του “Comirnaty” της Pfizer/ΒioNTech, προσφέρουν εξαιρετική προφύλαξη σε μεγάλες ηλικίες ενώ η πρώτη δόση αυτών των εμβολίων, συσχετίστηκε με σημαντικά μειωμένο κίνδυνο μόλυνσης SARS-CoV-2 σε κατοίκους στεγών ηλικιωμένων στο Ηνωμένο Βασίλειο»
Περαιτέρω, «από μελέτη στο Ισραήλ, στην οποία συμμετείχαν 600.000 άνθρωποι οι οποίοι είχαν εμβολιαστεί και 600.000 άλλοι οι οποίοι δεν εμβολιάστηκαν, εκτιμήθηκε ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων, στην πρόληψη του θανάτου από το Covid-19 ήταν 72% για τις ημέρες 14 έως 20 μετά την πρώτη δόση, ενώ μειώθηκε η συμπωματική νόσος κατά 57%, η νοσηλεία κατά 74% και η σοβαρή νόσος κατά 62%». Επτά ημέρες μετά τη δεύτερη δόση, «καταγράφηκε μείωση κατά 94% στην συμπωματική νόσο, 87% στην ανάγκη για εισαγωγή σε νοσοκομείο, 92% στη σοβαρή νόσηση. Σημειώθηκαν μόνο 9 θάνατοι από Covid-19 σε πληθυσμό 600.000 εμβολιασμένων».
Αυτά τα αποτελέσματα, τόνισε ο κ. Πέτρου, «αποδεικνύουν ότι οι υψηλές προσδοκίες που είχαμε από τα εμβόλια σε τεράστιο βαθμό επαληθεύονται».
Όσον αφορά στην ασφάλεια, «δεν έχουν προκύψει θέματα που να διαταράσσουν τη σχέση οφέλους- κινδύνου και αυτό δείχνουν και τα περιοδικά δεδομένα ασφάλειας, όπως αξιολογούνται κάθε μήνα».
Σε σχέση «με τα σπάνια περιστατικά θρομβώσεων που συνοδεύονται από θρομβοπενία (μειωμένο αριθμό αιμοπεταλίων), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ), έχει συγκαλέσει μια ειδική επιτροπή για να τα εξετάσει με στόχο να διαφανεί, εάν όντως μπορούν να συσχετίσουν με τα εμβόλια». Όπως ήδη όμως έχει ανακοινωθεί από τον ΕΜΑ, «ο συγκεκριμένος κίνδυνος αφορά σε όλα τα εμβόλια για τον κορωνοϊό». Στον Καναδά πάντως, «έχει εισαχθεί, ειδική σύσταση για αντιμετώπιση τέτοιων σπάνιων περιστατικών με τους Καναδούς να τα προσδιορίζουν, ως πιθανή επαγόμενη από εμβόλιο προθρομβωτική αυτοάνοση θρομβοπενία». Ο μηχανισμός που προκαλεί αυτά τα περιστατικά βρίσκεται υπό εξέταση. Η συχνότητα αυτών των περιστατικών ίσως είναι 1 έως 8 περιστατικά ανά 1.000.000».
Όσον αφορά στην μείωση της μεταδοτικότητας μετά τον εμβολιασμό, «όλο και περισσότερα στοιχεία από τη χρήση του εμβολίου δείχνουν ότι μειώνεται, σε αρκετά μεγάλο βαθμό». Από τα μέχρι τώρα διεθνή δεδομένα, όπως αυτά προκύπτουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής «όπου έχουν ήδη γίνει εκατομμύρια εμβολιασμοί με τα εμβόλια των Pfizer/ΒioNTech και Moderna, διαπιστώνεται ότι από την πρώτη δόση, μειώνεται ο κίνδυνος μόλυνσης μέχρι 80% ενώ όταν πάμε στη δεύτερη δόση ο κίνδυνος μειώνεται κατά 90% κάτι το οποίο μειώνει σημαντικά τις πιθανότητες μετάδοσης».
Υπάρχει κίνδυνος επαναμόλυνσης
Η μόλυνση από την κορωνοϊό, «σαφώς και προκαλεί την ανάπτυξη αντισωμάτων, ωστόσο ο κίνδυνος επαναμόλυνσης παραμένει. Και στην Κύπρο και σε διεθνές επίπεδο καταγράφονται επαναμολύνσεις και όπως διαπιστώνεται αυτός ο κίνδυνος στα ηλικιωμένα άτομα είναι μεγαλύτερος από ότι στα άτομα μικρότερων ηλικιών. Συγκεκριμένα, η προστασία έπειτα από την μόλυνση στους ηλικιωμένους, καταγράφεται μέχρι τους 3 μήνες μετά ενώ στους νεότερους μέχρι τους πέντε ή επτά μήνες».
Τα δεδομένα, αυτά, τόνισε ο κ. Πέτρου «από μόνα τους μας λένε ότι ο κάθε άνθρωπος, είτε έχει περάσει από τον κορωνοϊό, είτε όχι, μόλις έχει την ευκαιρία να εμβολιαστεί, πρέπει να εμβολιάζεται και δεν υπάρχει καμία σύσταση για το πότε πρέπει να εμβολιαστεί ένας άνθρωπος ο οποίος έχει ήδη μολυνθεί από τον κορωνοϊό. Από τη στιγμή που υπάρχει ο κίνδυνος επαναμόλυνσης, ο εμβολιασμός προστατεύει σε κάθε περίπτωση. Εξάλλου, έχει παρατηρηθεί ότι άνθρωποι που είχαν νοσήσει και είχαν λάβει στη συνέχεια την πρώτη δόση του εμβολίου, παρουσίασαν σημαντική ενίσχυση στην άμυνα του οργανισμού τους».